Το παρακάτω κείμενο είναι η πολιτική δήλωση που έκανε ο αναρχικός Ράμι Συριανός κατά τη διάρκεια της δίκης του το Μάη του 2012, για την απαλλοτρίωση ΟΔΔΥ το Γενάρη του 2011 στη Νεάπολη Θεσσαλονίκης. Η δήλωση δημοσιοποιήθηκε αρχικά στο έντυπο “Γκρεμίστε τη Βαστίλλη” (Δεκέμβριος 2012), που εκδίδεται από το ταμείο αλληλεγγύης φυλακισμένων και διωκόμενων αγωνιστών. Ο σύντροφος καταδικάστηκε σε ποινή φυλάκισης 8 ετών και 8 μηνών και εκτίει την ποινή του στις φυλακές Λάρισας.
Καταρχήν, θέλω να ξεκαθαρίσω πως αυτά που θα δηλώσω, δεν αποτελούν σε καμία των περιπτώσεων κάποιου είδους απολογία. Δεν αναγνωρίζω καμιά πολιτική ή ηθική νομιμοποίηση σε αυτό το δικαστήριο βάση της οποίας θα έκρινα ως απαραίτητη την απολογία μου ενώπιόν του. Ό,τι δηλώσω αποτελεί μια δημόσια κατάθεση του πολιτικού σκεπτικού βάση του οποίου επέλεξα να απαλλοτριώσω τα χρήματα που είχαν συγκεντρωθεί στον πλειστηριασμό του ΟΔΔΥ στις 31/01/2011.
Προτού περάσω σε αυτά που αφορούν συγκεκριμένα την επιλογή της απαλλοτρίωσης, θα πρέπει να ειπωθούν κάποια πράγματα ώστε να προσδιοριστούν οι ευρύτερες συνθήκες μέσα στις οποίες τοποθετείται τόσο αυτή, όσο και αυτό το δικαστήριο.
Πλέον, είναι ξεκάθαρο στον καθένα πως διανύουμε μια εποχή ταραχών. Δεν χρειάζεται να είναι κάποιος κοινωνιολόγος ή οικονομικός αναλυτής, για να μπορέσει να αντιληφθεί πως η κοινωνική συνθήκη έχει από καιρό πάρει χαρακτήρα γενικευμένης σύγκρουσης. Οι τριγμοί που επέφερε η οικονομική κρίση που ξέσπασε το 2008, ξεπέρασαν τη σφαίρα της οικονομίας και διαπέρασαν κάθετα κάθε πτυχή των κοινωνικών σχέσεων. Η αστραφτερή βιτρίνα του καπιταλισμού έγινε θρύψαλα αποκαλύπτοντας πίσω της τη σήψη ενός χρεοκοπημένου υπαρξιακά κοινωνικού καθεστώτος, διατηρημένου στη ζωή με τεχνική υποστήριξη. Η πλαστή εικόνα ευημερίας των προηγούμενων δεκαετιών, αποκαθηλωμένη μαζί με τις δημοκρατικές ψευδαισθήσεις και τις καπιταλιστικές υποσχέσεις που τη συνόδευαν, αντικαθίσταται από αυτή ενός δυστοπικού μέλλοντος στο οποίο κυριαρχεί ο φόβος και η αβεβαιότητα, ενώ η κοινωνική συνοχή, με τα μέχρι πρότινος στεγανά της γκρεμισμένα, δίνει τη θέση της στην κοινωνική πόλωση.
Σε αυτή την εκρηκτική συνθήκη που διαμορφώνεται, όπου η κοινωνική ειρήνη μοιάζει με ένα μακρινό παραμύθι, η κυριαρχία πετά πλέον κάθε προσωπείο και εξαπολύει ολομέτωπη επίθεση. Εκμεταλλευόμενη τη συνολική μεταβατική φάση του κοινωνικού σκηνικού, κηρύσσει μια μόνιμη κατάσταση εκτάκτου ανάγκης και υιοθετεί πολεμική ρητορική. Σε όποιον θέλει να ακούσει, είναι εμφανές πως πίσω από κάθε εξαγγελία για περισσότερη αστυνόμευση και κάθε έκκληση για εθνική ενότητα, κρύβεται και μια πολεμική δήλωση. Η νέα φωνή της εξουσίας στάζει αίμα και το μήνυμά της είναι πως θα κρατηθεί στη ζωή πάση θυσία. Πως ένας νέος κύκλος κερδοφόρας ανάπτυξης και καπιταλιστικής συσσώρευσης θα ανοίξει, πατώντας επί πτωμάτων. Στο όνομα της επίτευξης της αιμοσταγούς αυτής ανάπτυξης , το κυρίαρχο πολιτικό και οικονομικό σύμπλεγμα επιστρατεύει κάθε μέσο που έχει στη διάθεσή του. Πολιτικοί, δημοσιογράφοι, δικαστές, μπάτσοι, επιχειρηματίες, ανθρωποφύλακες, οικονομολόγοι, κοινωνιολόγοι, με λίγα λόγια οι κάθε λογής εκφραστές και εγκάθετοι του συστήματος, τάσσονται ψυχή τε και σώματι στη διάσωση της αυτοκρατορίας του κέρδους. Καθώς οι πολιτικοί και οικονομικοί μεγαλοπαράγοντες οργανώνουν τις νέες συνθήκες εξαθλίωσης μέσω της υπερ-εντατικοποίησης της εργασίας, της εξοντωτικής φορολογίας και της εμπορευματοποίησης και του τελευταίου ίχνους της ανθρώπινης ζωής, το αστυνομικό κράτος εγκαθιδρύεται με τις ευλογίες των media. Η δημόσια ζωή στρατιωτικοποιείται με τους πανταχού παρόντες μισθοφόρους της αστυνομίας, ενώ νέα αντιτρομοκρατικά νομοθετήματα, βιολογικές βάσεις δεδομένων και συστήματα παρακολούθησης επιστρατεύονται για την προστασία από τον εσωτερικό εχθρό που απειλεί την εύθραυστη κοινωνική ισορροπία. Η καταστολή ανάγεται στον κεντρικό άξονα της κοινωνικής μηχανικής και διευρύνει τη στόχευσή της. Κάθε ριζοσπαστική δράση ποινικοποιείται ενώ φρονηματικές διώξεις, φυλακίσεις και πολιτικά πογκρόμ συμπληρώνουν το δόγμα της μηδενικής ανοχής. Κάθε πτυχή της ζωής δέχεται επίθεση από τις μηχανιστικές λειτουργίες του κοινωνικού καθεστώτος που αναδιπλώνεται σταθερά προς μια νέα μορφή ολοκληρωτισμού. Μέσα στη εμπόλεμη αυτή συνθήκη, κάθε πτυχή της ύπαρξης μετατρέπεται σε ένα άλλοτε ατομικό και άλλοτε συλλογικό πεδίο αντιπαράθεσης. Ο καθένας καλείται κάθε στιγμή να πάρει θέση.
Την ίδια στιγμή που οι κρατούντες μαζί με τους εγκάθετους πασχίζουν για να οικοδομήσουν την νέα ολοκληρωτική τάξη πραγμάτων και ο κοινωνικός κανιβαλισμός, ο φιλοτομαρισμός και ο φασισμός εδραιώνονται, ένας γαλαξίας ατομικών και συλλογικών πρακτικών αντίστασης αναπτύσσεται με γεωμετρική πρόοδο. Στις νύχτες και τους δρόμους των πόλεων, σε κρησφύγετα και σε κατειλημμένους δημόσιους χώρους, άνθρωποι με διαφορετικές εμπειρίες, με άλλες αφετηρίες, συντονίζονται καθώς τάσσονται στην πολύμορφη διαδικασία της κοινωνικής απελευθέρωσης. Δυναμικές αδιάλλακτες πορείες, αντάρτικες επιθέσεις, αυτο-οργανωμένες δομές αλληλεγγύης, άγριοι ακηδεμόνευτοι απεργιακοί αγώνες, συλλογικές απαλλοτριώσεις προϊόντων, σαμποτάζ, αρνήσεις πληρωμών και καταλήψεις δημοσίων χώρων και κτιρίων, συνθέτουν μαζί με αναρίθμητες ακόμα πρακτικές την ολότητα του μωσαϊκού μιας εν αναπτύξει επαναστατικής διαδικασίας. Μια κοινότητα ανθρώπων δομείται πάνω στη συνείδηση της ανταρσίας και προτάσσει με λόγο και με πράξεις το ότι το στοίχημα για την απελευθέρωση της ανθρώπινης εμπειρίας από τον εκφυλισμό της καταπίεσης ισχύει ακόμη.
Οργανικό κομμάτι αυτής της κοινότητας ανθρώπων αποτελεί και το πολύμορφο αναρχικό κίνημα στο οποίο εντάσσω τον εαυτό μου. Στη διάρκεια της πολιτικής μου πορείας, συμμετείχα σε διάφορες εκφάνσεις του αναρχικού κινήματος, αναζητώντας κάθε φορά τα μονοπάτια σκέψης και δράσης που θα συμβάλλουν με τον καλύτερο τρόπο στην ανατρεπτική διαδικασία. Μέσα από την πορεία μου αυτή, ψηλάφισα και ψηλαφώ ακόμη, τα ποικίλα κομμάτια του ψηφιδωτού των αρνήσεων που συνθέτουν το αναρχικό ανατρεπτικό όραμα. Ένα όραμα που διατήρησε ακέραιη τη διαύγεια της επαναστατικής προοπτικής τόσο μέσα στα πέτρινα χρόνια της καταστολής, όσο και στα πολύχρωμα της αφομοίωσης και του κομφορμισμού. Που διατήρησε ακέραιη την ενότητα θεωρίας και πράξης, προσωπικού και πολιτικού, απορρίπτοντας την αστική καπιταλιστική λογική η οποία κατακερματίζει την ανθρώπινη υπόσταση σε φαινομενικά ανεξάρτητους και διακριτούς τομείς.
Κουβαλώντας αυτή ακριβώς τη συνείδηση της αδιαχώριστης ενότητας μεταξύ αντίληψης και πράξης, θεωρίας και καθημερινότητας, δεν μπορώ να διανοηθώ πως θα μπορούσα να αντιλαμβάνομαι ως καταπιεστική και υποδουλωτική την υπάρχουσα κοινωνική συνθήκη και να μην αγωνιστώ με κάθε μέσο για την ανατροπή της. Πως θα μπορούσα να αντιλαμβάνομαι ως αλλοτριωμένες και κενές τις κυρίαρχες σχέσεις και να μην προσπαθώ να δημιουργήσω ουσιαστικές, απαλλοτριωμένες σχέσεις αλληλεγγύης με τους ανθρώπους γύρω μου. Πως θα μπορούσα να αντιλαμβάνομαι τη μισθωτή εργασία ως μια εκβιαστική διαδικασία ανισοτήτων και να μην πράττω προς την ατομική και συλλογική απελευθέρωση από αυτή.
Η επιλογή μου να απαλλοτριώσω τα χρήματα που είχαν συγκεντρωθεί στον πλειστηριασμό του ΟΔΔΥ αποτελεί την ατομική απάντηση στο τελευταίο αυτό δίλημμα. Αρνούμενος να αναλάβω τόσο ρόλο εργάτη, όσο και αφεντικού, τόσο εκμεταλλευτή, όσο και εκμεταλλευόμενου, αποφάσισα να θέσω σε έμπρακτη εφαρμογή την εναντίωσή μου στη συνθήκη της μισθωτής εργασίας, επιτιθέμενος σε έναν παρασιτικό οργανισμό κλεπταποδοχής του κράτους.
Αν κάποιος θέλει να αντιληφθεί τα κίνητρα πίσω από αυτήν την επιλογή μου, το μόνο που χρειάζεται να κάνει είναι να αναλογιστεί την ίδια του την καθημερινότητα. Το αίσθημα κενότητας και εγκλωβισμού που δημιουργείται από την επαναλαμβανόμενη ρουτίνα των ωραρίων και των προκαθορισμένων δρομολογίων. Την απομόνωση, την πλήξη, τη μοναξιά και την ανασφάλεια που νιώθει όταν εξαντλημένος μένει μόνος σπίτι του. Από το πρωινό ξύπνημα μέχρι τη νυχτερινή κατανάλωση, η ζωή συνθλίβεται μέσα στην εμπόλεμη συνθήκη του μισθωτού εκβιασμού. Και αν κάποιος θεωρήσει πως όροι όπως «εμπόλεμη συνθήκη» χρησιμοποιούνται για λόγους εντυπώσεων, αρκεί να λάβει υπόψιν του ακόμη και τις πιο μετριοπαθείς και συντηρητικές στατιστικές σχετικά με το κόστος της μισθωτής εργασίας στην ανθρώπινη ζωή, για να επιβεβαιώσει πέρα από κάθε αμφιβολία την κυριολεξία της διατύπωσης. Μόνο στην Ελλάδα, ένας εργαζόμενος χάνει τη ζωή του κάθε τρεις μέρες. Παγκοσμίως, πάνω από 2 εκατομμύρια άνθρωποι πεθαίνουν κάθε χρόνο από κάποιο εργατικό ατύχημα. Και φυσικά δεν υπάρχει καμιά στατιστική για το πόσοι άνθρωποι πάσχουν από κατάθλιψη, πόσοι έχουν οδηγηθεί στα ψυχοφάρμακα ή τα ναρκωτικά προσπαθώντας να αντιπαλέψουν την απουσία νοήματος του σχιζοειδούς κύκλου παραγωγής και κατανάλωσης. Δεν υπάρχει καμιά στατιστική για τις αυτοκτονίες στις οποίες έχει οδηγήσει αυτός ο διαρκής πόλεμος χαμηλής έντασης.
Σήμερα, με την εργασία πλήρως απομυθοποιημένη, λίγοι είναι αυτοί που δεν αντιλαμβάνονται την πραγματική της φύση. Καθημερινά, άνθρωποι σε όλο τον κόσμο κάνουν πράξη την εναντίωσή τους στην ίδια την φύση της εργασίας αρνούμενοι ολοκληρωτικά ή για μερικές στιγμές τον ρόλο τους ως ανθρώπινα εξαρτήματα σε αυτήν την παγκοσμιοποιημένη μηχανή παραγωγής κέρδους. Τα σαμποτάζ στις γραμμές παραγωγής, οι καταστροφές στους χώρους εργασίας, οι προσποιήσεις αρρώστιας για την αποφυγή της δουλειάς, οι κλοπές από τα αφεντικά, η εσκεμμένη υποπαραγωγικότητα, οι ληστρικές επιδρομές στον συσσωρευμένο πλούτο, αποτελούν εκφράσεις της κοινής αποστροφής που δημιουργείται για την εργασία, σε όποιον έχει δουλέψει έστω και μια ώρα στη ζωή του. Πρακτικές αντίστασης σε μια διαδικασία που εκφυλίζει την ανθρώπινη ύπαρξη σε μια σειρά από αυτοματοποιημένες κινήσεις και σκέψεις.
Αυτά είναι λοιπόν τα κίνητρα αυτής της πράξης μου.
Βρίσκομαι εδώ για να δικαστώ ως ληστής, από ένα δικαστήριο που υπό τον μανδύα της ηθικότητας και του δικαίου, αναλαμβάνει την νομιμοποίηση ενός κοινωνικού καθεστώτος που συστηματικά και ανελέητα καταληστεύει τους ανθρώπους από την ίδια τους την ύπαρξη. Ενός δικαστηρίου του οποίου η ουσία της ύπαρξής του είναι η διατήρηση και η διαιώνιση της καταπίεσης και των ανισοτήτων. Βρίσκομαι εδώ για να δικαστώ ως κίνδυνος για το κοινωνικό σύνολο, ενώπιον μιας δικαιοσύνης η οποία σταθερά προτιμά να εξαντλεί τη σκληρότητα και το μένος της πάνω σε κάθε περιθωριοποιημένο, σε κάθε απόκληρο, σε κάθε ξένο. Μιας δικαιοσύνης της οποίας η αποστολή είναι να βάλει τον τελευταίο λίθο στο οχυρό του τρόμου που χτίζει γύρω της η κυριαρχία. Που ποινικοποιεί φιλικές και συντροφικές σχέσεις, που ρίχνει βαρύτατες καταδίκες σε κάθε αγωνιζόμενο άνθρωπο, που θεσπίζει νέα αντιτρομοκρατικά νομοθετήματα που θα χωρούν τους πάντες, που διώκει ανθρώπους για την πολιτική τους ταυτότητα.
Στέκομαι εδώ ως αναρχικός και επαναστατημένος άνθρωπος, απέναντι και ενάντια σε αυτή τη δικαιοσύνη σας. Απέναντι και ενάντια στο σύνολο του κυρίαρχου οικονομικού και πολιτικού συμπλέγματος που είναι ο ορισμός της βαρβαρότητας και του οποίου είστε εκφραστές.
Στέκομαι εδώ για την απόφασή μου να αποδεσμεύσω τον εαυτό μου από αυτήν την εξαθλιωτική και απονεκρωμένη πραγματικότητα που πασάρεται ως ηθική και νόμιμη.
Εν τέλει, στέκομαι εδώ γιατί συνειδητά επέλεξα να κλέψω χρόνο από την παραγωγική διαδικασία και χρήματα από τον κρατικό μηχανισμό, ώστε να τα διαθέσω για την οριστική καταστροφή και των δύο.
Για την επιλογή μου αυτή, δηλώνω απερίφραστα αμετανόητος.
Ράμι Συριανός
28/5/2011