Το παρακάτω κείμενο δημοσιεύτηκε στο πρώτο τεύχος του περιοδικού A Corps Perdu. Με τη βλέψη της «καταξίωσης του ατόμου ενάντια στα άτομα» ξεδιπλώνεται μια κριτική στις ολοκληρωτικές διαδικασίες (συμπεριλαμβανομένων των επαναστατικών), στην ίδια τη φύση της πολιτικής που υποβιβάζει το άτομο σε πολιτικό υποκείμενο-στρατιώτη και εγκλωβίζει την αντίληψή του σε κατηγορίες και αόριστες προσδοκίες για το μέλλον. Και κάπου εδώ –για όσους επέλεξαν να πολεμήσουν το υπάρχον- ανοίγει το στοίχημα της ατομικής ευθύνης τόσο για τους ίδιους, όσο και για τους εχθρούς τους.
Οι κινήσεις μας, οι ενέργειές μας, οι λέξεις μας φέρουν τον κόσμο που έχουμε στην καρδιά μας. Έναν κόσμο διαφορετικό από τον υπάρχων, έναν τόπο όπου – χρησιμοποιώντας μια κάποια ρητορική – η ελευθερία του καθένα εκτείνεται στο άπειρο δίπλα στην ελευθερία του άλλου. Δεν πρόκειται για κάποιον επίγειο παράδεισο, για την ουτοπία μιας ζωής – a priori – απαλλαγμένης από τη βία ή τις ανθρώπινες αντιθέσεις, πόσο μάλλον για μια μάζα ομοίων. Πρόκειται για την κοινωνία των ατομικοτήτων: αυτό θέλουμε, γι’ αυτό συνεχίζουμε να μαχόμαστε.
Και στο “όνομα” της ελευθερίας κάθε ξεχωριστού ατόμου, μακριά από κάθε άλλη κατηγοριοποίηση, συνεχίζουμε να πιστεύουμε πως το σήμερα είναι ήδη κομμάτι του αύριο. Γιατί πέρα από τις λιγότερο ή περισσότερο ρεαλιστικές πιθανότητες να δούμε κάποια μέρα να ’ρχονται τα πάνω-κάτω σε αυτόν τον πλανήτη, η κοινωνία που επιθυμούμε ήδη διαφαίνεται στην πραγματικότητα της σύγκρουσης, στη συνάφειατων μέσων με τα οποία εξαπολύουμε πόλεμο στο κράτος, και στην απελευθέρωσηστην οποία αποβλέπουμε.
Φυσικά, σε μια κοινωνία όπου η εξουσία απομυζά καθημερινά ζωτική ενέργεια μέσω της κυρίαρχης αλλοτρίωσης, όπου ο έλεγχος (μέσω των αδιάκοπων τεχνολογικών και επιστημονικών καινοτομιών) καταπνίγει κάθε πτυχή της καθημερινότητας, αποκλείοντας πλέον κάθε δυνατότητα «κρησφυγέτου», φαντάζει δύσκολο να δραπετεύσεις από τον εκβιασμό ανάμεσα στη λογική της υποταγής και στη λογική του πολέμου (είτε του αστικού είτε του στρατιωτικού). Πόσο μάλλον να βρεις τον τρόπο να λιποτακτήσεις, να πολεμήσεις σαν αντάρτης και όχι σα στρατιώτης, να αντιπαρατεθείς σαν ελεύθερο άτομο στις εκλεγμένες μάζες, στο σφαγείο της πολιτικής, στη σκλαβιά. Δύσκολο, αλλά όχι ακατόρθωτο. Τουλάχιστον έτσι επιμένουμε να πιστεύουμε, γιατί όπως κανένα πολεμικό πλοίο δεν μπορεί να κατασκευαστεί από σάπιες σανίδες – έστω και αν είναι φθηνότερες και εύκολα επισκευάσιμες – καμιά ελευθερία δεν μπορεί να γεννηθεί από την εξουσία, τα μέσα και τη λογική της.
Έτσι, λοιπόν, όπως έχουμε απαρνηθεί το στρατιωτικό πόλεμο, σήμερα με ακόμα μεγαλύτερο σθένος πρέπει να αποστατήσουμε και να αντιταχθούμε στον αστικό πόλεμο.
Ο στρατός, κάθε τύπος στρατού καθιστά άρνηση στην ατομικότητα. Κάθε στρατιώτης (με ή χωρίς στολή) είναι μέσα του ένας εν δυνάμει τρομοκράτης: αυτό συμβαίνει από τη στιγμή που δεν αντιτάσσεται ο ίδιος αλλά η παράταξή του σε κάποιον άλλο. Οι «μάζες» οι «φυλές», τα «έθνη», ο «Λαός», η «Τάξη»: να οι τίτλοι με τους οποίους ο άνθρωπος κατονομάζει την άρνηση για την ελευθερία και τη μοναδικότητά του, να οι τίτλοι με τους οποίους ο άνθρωπος παύει να είναι άνθρωπος και γίνεται στρατιώτης.
Δεν είναι οιξεχωριστές καταβολές ή ο σκοπός όμως που τον διαχωρίζει από τους υπόλοιπους και για το οποίο μάχεται, δεν είναι αυτά που οδηγούν το ανθρώπινο ον να «γίνει» τρομοκράτης, στρατιώτης, αλλά το ακριβώς αντίθετο: η αμοιβαία ταυτότητα – των ποικίλων αντιτασσόμενων παρατάξεων – κάτω από μία και μοναδική αντίληψη, εκείνη που αρνείται κάθε ατομική ευθύνη στο όνομα ενός σκοπού, φερόμενου ως ανώτερου.
Ο άνθρωπος-στρατιώτης δεν αναγνωρίζει τον εαυτό του ως άτομο, αλλά ως κομμάτι από κάτι μεγαλύτερο (ένα λαό, ένα στρατό, μια θρησκεία, μια τάξη), για χάρη του οποίου συμπεριφέρεται με συνέπεια. Όντας, λοιπόν, κομμάτι αυτού, τα χτυπήματα, οι βόμβες, οι λέξεις δεν είναι πλέον κάτι το μοναδικό, με διαφορετική και ξεχωριστή ευθύνη το καθένα, αλλά ανήκουν στις ανώνυμες και απανθρωποποιημένες μάζες.
Συνεπώς, δεν είναι η πράξη αυτή καθ’ αυτή που “στρατιωτικοποιεί” τον άνθρωπο, αλλά πολύ παραπάνω ο μηχανισμός της ιδεολογίας. Επιπλέον, τον ίδιο ρόλο επιτελεί η εμφανής ορθότητα ή η λογικήενός σκοπού που εκ πρώτης όψεως φαίνεται “συμπαθητικός”, όμως με μια ματιά πιο προσεκτική μπορεί να καταστεί ιδιαίτερα προβληματικός. Ακριβώς γιατί βασίζεται στη μη αναγνώριση του ατόμου, γιατί δε λαμβάνει υπόψη τις ευθύνες του καθένα, γιατί οδηγεί στη μαζοποίηση.
Η ελευθερία (ή το καλό) ενός λαού (όπως και το κακό του) είναι μια αφηρημένη έννοια που δε σημαίνει απολύτως τίποτα αν συνδεθεί με την πραγματικότητα. Για ’μας δεν είναι τίποτ’ άλλο, παρά μια επιτηδευμένη ρητορική με την οποία η πολιτική σκάβει το λάκκο των ηλίθιων που είναι διατεθειμένοι να την πιστέψουν. Η ελευθερία, όμως, ανήκει στο άτομο, στον μοναδικό, και δε χωράει καμία άλλη εκδοχή, καμιά εξαίρεση.
Και κάθε άτομο, στο όνομα ακριβώς αυτής της ελευθερίας, έχει τη δική του ευθύνη, τη δική του ικανότητα δράσης, τη δική του δυνατότητα σκέψης. Με τα θετικά και τα αρνητικά τους. Οποιαδήποτε άλλη εικασία που αρνείται αυτήν την αρχή φέρει ένα χαρακτήρα παράλυσης, προετοιμάζει τη διαιώνιση της κοινωνίας που βασίζεται στην εξουσία και στην πολιτική, δικαιολογεί και αθωώνει κάθε σφαγή. Οι δράσεις που διεξάγονται εγκλωβισμένες στην πολιτική τους χροιά θα μείνουν για πάντα στη σφαίρα της πολιτικής, στη λογική του πολέμου.
Ας πάρουμε το παράδειγμα ενός Παλαιστινίου – μέλους μιας εθνικιστικής οργάνωσης – που διαπράττει σφαγές στρατιωτών ή πολιτών, μονίμως στα πλαίσια της ίδιας ιδεολογικής διάστασης. Οι ατομικές ευθύνες δε μετράνε και πολύ, καθώς οι Ισραηλίτες, όλοι οι Ισραηλίτες, είναι εχθροί. Γιατί, εκτός από το βάρος των ευθυνών του καθενός από τους σκοτωμένους, αυτό που έχει σημασία είναι να χτυπήσεις την αντίπαλη εξουσία, να ασκήσεις πίεση στους ισχυρούς εχθρούς. Στο όνομα της νίκης… ο σκοπός αγιάζει τα μέσα.
Επεκτείνοντας, αν και όχι υπερβολικά, τον ίδιο συλλογισμό, με τις απαραίτητες αποκλίσεις, μπορούμε να πούμε πως ισχύει ακόμα και για τις αντιπαραθέσεις των Δυτικών με τις Ισλαμιστικές οργανώσεις, για τους “δικούς μας” στρατιώτες που βρίσκονται σε αποστολή στο εξωτερικό, εξαιτίας των “επικίνδυνων βαρβάρων που απειλούν τον πολιτισμό μας”, για την ΕΤΑ και τις συναφείς της οργανώσεις απέναντι στις αντίστοιχες κυβερνήσεις. Γιατί όχι και για πολλούς επαναστάτες ενάντια στην αστική τάξη. Αυτά είναι μερικά παραδείγματα μόνο, ανάμεσα σε άλλα πιο χτυπητά, και δεν αποσκοπούν στο να σβήσουν τις φλόγες στις ψυχές των οργισμένων αυτού του κόσμου, αλλά να τις εμποδίσουν να φουντώσουν στην κατεύθυνση του αστικού πόλεμου. Γιατί, δυστυχώς, έχουμε δει συχνά στην ιστορία τις φωτιές να καίνε το οξυγόνο της δυνατότητας για απελευθέρωση.
Το λέμε ξεκάθαρα: ίσως ποτέ άλλοτε να μην ήταν τόσο απαραίτητο να επιτεθούμε. Αλλά επίθεση σημαίνει να αναλάβουμε τις ευθύνες αυτού που κάνουμε ως άτομα. Να αναγνωρίσουμε τις ευθύνες τόσο στον εαυτό μας όσο και στον αντίπαλο. Αυτό σημαίνει πως ο καθένας μας πρέπει να κάνει κτήμα του τις συνέπειες αυτού που επιλέγει και αυτού που κάνει, χωρίς να μετατρέπεται σε πολιτικό υποκείμενο. Εμείς, σαν άτομα, αγωνιζόμαστε για την καταξίωση του ατόμου ενάντια στα άτομα: δεν πυροβολούμε τις στολές, αλλά τους ανθρώπους˙ δε χτυπάμε την αστική τάξη, αλλά τους ανθρώπους˙ δεν επιτιθέμαστε στις ιδεολογίες, αλλά στους ανθρώπους. Αν θέλουμε τον άνθρωπο ελεύθερο πρέπει να αναγνωρίσουμε την “ανθρωπότητα” και την ενοποίηση, ακόμα, ως τους χειρότερους εχθρούς. Ανέκαθεν, οι ολοκληρωτικές διαδικασίες (συμπεριλαμβανομένων και των επαναστατικών) βασίζονται στην αποπροσωποποίηση του αντιπάλου. Τώρα όμως πρέπει να θέσουμε ως όρο πως τόσο οι μνήμες του πρόσφατου παρελθόντος, όσο και οι ματιές στο τραγικό παρόν θα ’πρεπε να μας δελεάσουν να πορευτούμε στο αντίθετο ρεύμα του δρόμου. Στο βαθμό που εγκαταλείπουμε κάθε ιδεολογία και κάθε πολιτικό υπολογισμό, ανοίγει μπροστά μας ένας δύσκολος δρόμος με χιλιάδες δυνατότητες, αν και εφόσον έχουμε το κουράγιο να τον ακολουθήσουμε. Γιατί χρειάζεται κουράγιο για να ξαναβρεθούμε ορφανοί από αναλύσεις και προσδοκίες για το μέλλον ενός κόσμου όλο και πιο δυσνόητου. Θα ’ταν ευκολότερο, βέβαια, να συνεχίσουμε στη λογική των κατηγοριοποιήσεων, των απονοηματοδοτημένων πεδίων, δίχως να κατανοούμε τους μηχανισμούς και τις δυναμικές στην ολότητά τους.
Είναι γεγονός πως αυτό καθ’ αυτό το κενό, η απουσία των προσδοκιών για το μέλλον δε μας περιορίζει. Η αναγνώριση της ατομικής ευθύνης ανοίγει στους ορφανούς το πεδίο των δυνατοτήτων για επαναστατικές παρεμβάσεις. Η αποδοχή της ατομικότητας και της ανθρώπινης φύσης του καταπιεστή και του εκμεταλλευτή δεν περιορίζει ούτε την κριτική, ούτε τη δράση μας, αλλά ενισχύει το δυνητικό της επίθεσής του (σ.τ.μ. του καταπιεστή, του εκμεταλλευτή), διατηρώντας όλη την πολυπλοκότητα των ευθυνών και των κοινωνικών ρόλων – το επιθετικό δυναμικό της.
Μέχρις ότου το άτομο αποκτήσει δυνατότητα επιλογής – αν και αμελητέας σε σχέση με το υπάρχον – το γεγονός πως αποδέχεται μια ιδιαίτερα καταπιεστική λειτουργία στο εσωτερικό της κοινωνικής μηχανής δεν το απαλλάσσει από τις ίδιες του τις πράξεις, αλλά το καθιστά ακόμα πιο ευτελές στην ύπαρξή του και για την ύπαρξή του. Η ξεκάθαρη, λοιπόν, θεώρηση της ατομικής ευθύνης γίνεται όπλο. Ένα όπλο, που φορτισμένο με τη γνώση του κοινωνικού μηχανισμού, μπορεί να προκαλέσει πλήγματα κριτικής και πρακτικής, χωρίς να αστοχήσει στο βάλτο της αδυναμίας και της απολογίας.
Η εξουσία δεν έχει ανάγκη από άλλους απόλογους της βίας: Τα καταφέρνει μια χαρά και μόνη της. Οι άνθρωποι σκοτώνουν και εξεγείρονται είτε με εμάς είτε χωρίς εμάς. Το ζήτημα – εν προκειμένω – είναι το γιατί το κάνουν. Η πράξη του να σκοτώσεις, του να κάνεις κακό σε ένα ανθρώπινο ον, είναι – τουλάχιστον για όποιον γράφει γι’ αυτό – πάντα κάτι το δυσάρεστο ή κακό, και προφανώς εξ ορισμού του εξουσιαστικό. Αν – στο δρόμο της εξέγερσης ενάντια σ’ αυτή την κοινωνία καταχρήσεων κάθε είδους – πραγματώνονται τέτοιες δράσεις, και μου φαίνεται προφανές πως οι ισχυροί “δεν θα παραδώσουν έτσι εύκολα τα όπλα”, τότε αυτές οι δράσεις πρέπει τουλάχιστον να συνδεθούν ανοιχτά και ξεκάθαρα με το λόγο, το όνειρο, το σκοπό που τις πυροδοτεί. Αν αυτές οι δράσεις, οι ενέργειες των οργισμένων ήταν ή αποτέλεσαν τελικά κάτι που τείνει προς την ελευθερία, αν έφεραν ή επιθυμούσαν να φέρουν το στόχο και την αιτία, τότε κάθε διάλογος γύρω από τη νομιμότητα της βίας θα μπορούσε επιτέλους να σταματήσει. Θα γινόταν ξεκάθαρες οι βλέψεις των πολιτικών (είτε των επαγγελματιών είτε αυτών του κινήματος) όπως και το κενό των “δεν-με-νοιάζει-τίποτα-είμαι-αγανακτισμένος”. Θα γινόταν επιτέλους ξεκάθαρη η θεμελιώδης διαφορά ανάμεσα στη βία που τείνει στην ελευθερία και στη βία που διαιωνίζει την εξουσία.
Υπό το πρίσμα αυτής της “ουτοπικής” οπτικής, συζητήσεις γύρω από τις πρακτικές, τον παραδειγματισμό, την ιστορική διεκδίκηση, το δρόμο στον οποίο θα πορευτούμε θα μπορούσαν να αποτελέσουν μια νηφάλια αξιολόγηση των λαθών του παρελθόντος και των μελλοντικών δυνατοτήτων, χάρη στα προαναφερθέντα λάθη.
Γιατί όμως να συζητά κανείς λεπτομερώς για τα ελευθεριακά ή αναρχικά «κινήματα» αναφερόμενος στον Εμίλ Ανρί (Emile Henry)i; Γιατί να υποστηρίζει ακόμα αυτό την ψευδή αντιπαράθεση ανάμεσα σ’ αυτόν που αναζητά – ιδεολογικά – “το αληθινό επαναστατικό νόημα” σε μια περατωμένη δράση και σε αυτόν που θέλει – πολιτικά – να την κουκουλώσει γιατί του είναι δυσάρεστη;
Ας το κάνουμε ξεκάθαρο: οι βόμβες ενάντια σε μια «κατηγορία» μπορεί όντως να εκφράζουν το μίσος προς ένα κόσμο, μια κοινωνία συλλογικών ευθυνών. Αυτό όμως δεν είναι τίποτα άλλο από μια χοντροκομμένη κοινωνιολογική ανάλυση. Δεν μπορούν, λοιπόν, να εκφράσουν τις ατομικότητες και τις ξεχωριστές τους ευθύνες: του πετυχημένου τραπεζίτη, του κάθε υπηκόου, του καλοβολεμένου κώλου του αφεντικού, του σερβιτόρου, του ανελισσόμενου υπαλλήλου, του “νοικοκυρεμένου και χαρωπού” γραμματέα κ.τ.λ., κ.τ.λ. Οι ξεχωριστές ευθύνες όλων αυτών δεν μπορούν να συνυπάρξουν αρμονικά στο ‘’συμβολικό’’ μιας ενέργειας.
Ο Ροβεσπιέρος πέθανε και κανένας δεν ενδιαφέρεται να τον ξεθάψει. Η στενομυαλιά, λοιπόν, που ’’καταδικάζει’’ τους αστούς σε θάνατο και στοιβάζει τα πτώματα τους – αφήνοντας στην απ’ έξω τους υποτακτικούς, δεν παρουσιάζει κανένα ενδιαφέρον, αλλά αντιθέτως μας προκαλεί μίσος. Ίσως μπορεί να καταλάβει κανείς τα πάθη, το μίσος, τις προοπτικές, την εχθρότητα πολλών Εμιλ Ανρί που έχουν κλονίσει και ταλαιπωρούν αυτή τη φριχτή κοινωνία αλλά κανένας δεν μπορεί μέχρι σήμερα να απολογηθεί για αυτές.
Οι Εμιλ Ανρί που χειραγώγησαν και χειραγωγούν την κοινωνία είναι συχνά “συμπαθητικοί”, ευαίσθητοι, ιδιοφυείς, γενναίοι και καλοί συγγραφείς, όμως όλα αυτά δεν μπορούν να σβήσουν απ’ τη σκέψη μας τη βασική αρχή σύμφωνα με την οποία καθένας φέρει τη δική του μοναδική ευθύνη. Δεν είναι απόλυτα αποδεκτό ότι στο βωμό της δράσης ή του σκοπού μπορεί να υπάρξει έστω και μία παράπλευρη απώλεια. (χρησιμοποιώντας με ιδιαίτερο ζήλο αυτή τη στρατιωτική ορολογία). Συγκεκριμένα, ο σκοπός – αν είναι αυτός της ελευθερίας – θα έχανε κάθε αξία αν δεν αναγνώριζε κάποιο βαθμό ευθύνης, και αν μετέδιδε στη δράση τη στρατιωτική κουλτούρα, που απλά στοιβάζει πτώματα. Και για να ‘μαστε πιο ξεκάθαροι το να στοιβάζεις πτώματα δεν σημαίνει απλά να σκοτώνεις ή να τραυματίζεις πολλά άτομα. Έγκειται στον ακριβή υπολογισμό του αριθμού των θυμάτων και στο διαχωρισμό ανάμεσα σε εκείνα που έχουν στοχοποιηθεί για τις δικές τους, πραγματικές ευθύνες και σε εκείνα που επιλέχθηκαν ως “παράπλευρες απώλειες” (χρησιμοποιώντας για ακόμα μια φορά – με μεγαλύτερο ζήλο – την εν λόγω στρατιωτική ορολογία). Πηγάζει από τον εκμηδενισμό της ύπαρξης των ατόμων στο όνομα της πολιτικής.
Επιπλέον, μια πράξη μετατρέπεται σε “στοίβαξη πτωμάτων” από τη στιγμή που έστω και ένα άτομο θυσιάζεται στο βωμό της δράσης χωρίς να φέρει τις συγκεκριμένες ευθύνες, οι οποίες και θα έπρεπε να αποτελούν το στόχο της. Και για να επανέλθουμε στο ιστορικό μας παράδειγμα: δεν είναι αλήθεια πως ο Εμιλ Ανρί “στοίβαξε πτώματα μεγαλοαστών” για τον κοινότυπο λόγο πως στο εσωτερικό του κτιρίου που ανατίναξε υπήρχε ένας ασαφής αριθμός ατόμων που προφανώς καμία σχέση δεν είχαν με τις ευθύνες στις οποίες θα επιτιθόταν ένας αναρχικός. Εν ολίγοις ο Εμιλ Ανρί απλά “στοίβαξε πτώματα”. Τελεία και παύλα.
Με αυτό δεν θέλουμε να συκοφαντήσουμε αυτή την οπτική της αναρχικής ιστορίας και να την αποσυνδέσουμε – όπως θα μας βόλευε από τις τραγωδίες του παρελθόντος. Ακόμη λιγότερο, όμως, μας ενδιαφέρει να απολογηθούμε για οτιδήποτε το “αναρχικό” ή να κοιτάξουμε άκριτα πίσω στο παρελθόν “μας” ασκώντας μια ξεπερασμένη και άγονη κριτική. Το σημαντικό διακύβευμα που ξεδιπλώνεται σ’ αυτές εδώ τις αράδες είναι η σχέση ανάμεσα στην ιστορία και ένα είδος ιδεολογικού οικοδομήματος, το οποίο και θεωρούμε επικίνδυνο από μια επαναστατική σκοπιά. Αν, όπως έχουμε πει, ο αστικός πόλεμος εξαπλώνεται σε όλο τον πλανήτη επιβαρυμένος από κάθε τύπου βαρβαρότητες, γίνεται για μας αναπόφευκτο να βάλουμε το στίγμα μας στα υπάρχοντα χαρακτηριστικά αυτού του πολέμου, στις ιστορικές και ιδεολογικές του στοχεύσεις, στις βαθιές πολιτικές και πολιτιστικές του ρίζες που – σε κάθε γωνιά του κόσμου εκτείνονται στις πρακτικές των πολεμιστών.
Αφήνοντας πίσω μας τις όποιες προϋποθέσεις που δυστυχώς – σε καιρούς πολέμου καθίστανται θεμελιώδεις – κάθε τρομοκρατία δεν μπορεί παρά να υποβιβάζει την ατομικότητά μας. Σ’ αυτές τις ασυνάρτητες αράδες, λοιπόν, η κατάφαση στην ατομικότητα προβάλλει ως κάτι το πρωτεύον. Και αποσκοπούμε στην αρχή μιας συζήτησης που σήμερα είναι πιο επιτακτική από ποτέ.
i Ο συγγραφέας του κειμένου ασκεί κριτική στην παρακάτω δράση του αναρχικού Εμίλ Ανρί:
Το Φλεβάρη του 1894, εισέρχεται στο πολυτελές καφενείο Café Terminus στο Σταθμό του Σεν Λαζάρ στο Παρίσι και παραγγέλνει δύο μπύρες κι ένα πούρο. Το ανάβει και με αυτό πυροδοτεί στη συνέχεια τη βόμβα που κρύβει στο παλτό του. Από την έκρηξη και τον πανικό που δημιουργείται ένας άνθρωπος σκοτώνεται και είκοσι τραυματίζονται. Ο Ανρί καταδιώκεται από ένα σερβιτόρο του καταστήματος κι έναν διερχόμενο μπάτσο. Κατορθώνει να διαφύγει μπαίνοντας σ‘ ένα τρένο, αλλά γρήγορα συλλαμβάνεται, αφού προηγουμένως τραυματίζει ένα μπάτσο. Όταν ρωτήθηκε στο δικαστήριο γιατί έβλαψε τόσους πολλούς αθώους πολίτες, είπε: «Δεν υπάρχουν αθώοι αστοί».